ζυγοσύνη

ζυγοσύνη
ζυγοσύνη, ἡ (Μ)
η επιβολή ζυγού, εξουσία πάνω σε κάποιον, η κυριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγ-ός + κατάλ. -(ο)σύνη (πρβλ. δικαιο-σύνη, ιερ-οσύνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”